Συζήτηση επί του κειμένου του πρώτου κύκλου συζητήσεων της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων στο πλαίσιο του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία
22 Μαρτίου 2016
Η κυρία Χρυσούλα Κατσαβριά - Σιωροπούλου, βουλευτής Καρδίτσας του ΣΥΡΙΖΑ, τοποθετήθηκε στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, υπό την Προεδρία του κ. Κωνσταντίνου Γαβρόγλου, με θέμα ημερήσιας διάταξης: "Συζήτηση επί του κειμένου του πρώτου κύκλου συζητήσεων της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων στο πλαίσιο του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία (άρθρο 36 παρ. 5 του Κανονισμού της Βουλής)"
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
με πολύ ενδιαφέρον περιμέναμε τα πρώτα συμπεράσματα του εθνικού και κοινωνικού διαλόγου για την παιδεία και μπορώ να πω ότι τα συμπεράσματα αυτά, δεν είναι πολύ μακριά από τις προσδοκίες μας.
Όμως το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι άλλο από την πολιτική συνεννόηση και την κοινωνική συναίνεση, καθώς η εκπαίδευση διαπερνά όλους τους τομείς της κοινωνίας, της οικονομίας, και του πολιτισμού. Επομένως ο χώρος της παιδείας δεν αποτελεί το καλύτερο πεδίο διεξαγωγής άσκοπων, στείρων ή και ιδεοληπτικών αντιπαραθέσεων. Εάν κάτι θα βοηθούσε σε αυτή την κατεύθυνση, πιστεύω πως είναι η αποσαφήνιση και η αποκατάσταση του νοήματος των λέξεων.
Και για αυτό γιατί η χρήση των λέξεων στο πολιτικό και το επικοινωνιακό χρηματιστήριο, τις έχει καταταλαιπωρήσει, τις έχει «εν πολλοίς» απαξιώσει. Η λέξη διάλογος και μεταρρύθμιση είναι αυτές, που έχουν δεινοπαθήσει περισσότερο από όλες. Αυτό συμβαίνει γιατί τις περισσότερες φορές επιχειρείται, να συγκαλυφθούν οι βαθύτεροι σκοποί, που δεν είναι άλλοι από την επιδίωξη να χειραγωγηθεί η νέα γενιά, να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση, να επωμιστούν τα νοικοκυριά, ακόμη μεγαλύτερο βάρος και να βαθύνουν, ακόμη πιο πολύ οι κοινωνικές ανισότητες.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ότι το σύγχρονο, ανοιχτό, δημιουργικό σχολείο ,μπορεί να γεφυρώσει τις μεγάλες αποστάσεις, ανάμεσα στην πρωτοβουλία και στην πειθαρχία. Ανάμεσα στην κριτική σκέψη και στην αποστήθιση. Ανάμεσα σε δημοκρατική συμμετοχή και τον αυταρχισμό. Ανάμεσα στη γνώση και τον αναλφαβητισμό. Ανάμεσα στην κοινωνική συνοχή και τον ατομισμό. Ανάμεσα στο αισθητικά καλό και στο άσχημο. Ανάμεσα στον άνθρωπο και τον άκρατο οικονομισμό. Ανάμεσα στις ίσες ευκαιρίες και στην κληρονομικώ δικαιώματι διαφορά, ήδη από την αφετηρία.
Το ίδιο πιστεύω ότι ισχύει και για την ανώτατη εκπαίδευση και την έρευνα. Ο αναπροσανατολισμός τους μπορεί να δώσει μεγαλύτερη αξία στο ανθρώπινο και δυναμικό μας κεφάλαιο. Μπορεί να αποτελέσει σημαντικό, ανταγωνιστικό συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Αλλάζει, ας μη γελιόμαστε. Καμιά μεταρρύθμιση, καμία πολιτική, κανένα σχέδιο, κανένα πρόγραμμα δεν πρόκειται να αποδώσει, εάν δεν τοποθετήσουμε στο κέντρο της, τον δάσκαλο κάθε βαθμίδας της εκπαίδευσης. Γιατί αυτός είναι ο καθοριστικός παράγοντας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οφείλουμε επιτέλους να θεσμοθετήσουμε αξιότιμες μεθόδους αξιολόγησης και να του αποδώσουμε δίκαιη μισθολογική μεταχείριση και ηθική αναγνώριση.
Ωστόσο και η ίδια η πολιτεία, οι πολιτικές δυνάμεις, τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι κάθε είδους φορείς, οφείλουμε να εγκαταλείψουμε την δοκιμασμένη μέθοδο που οδηγεί σε αδιέξοδα και κρίσεις. Πότε τα αρχαία ελληνικά, ποτέ τα θρησκευτικά, ποτέ τα μαθήματα που κάποιες ομάδες επιθυμούν να εντάξουν στα σχολικά προγράμματα, πότε κάποιοι τοπικοί παράγοντες, που ήθελαν ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην πόλη τους, διέστρεψαν το πραγματικό νόημα της εκπαίδευσης. Ειδικά σήμερα, ύστερα από την πρωτοφανή πολυετή ύφεση και τα δεινά που προκάλεσε στην κοινωνία, η έλλειψη πολιτικού θάρρους, η πολιτική υποκρισία, ο τοπικισμός και οι συντεχνιακές νοοτροπίες, πρέπει να αποτελέσουν οριστικό παρελθόν.
Από την άλλη, πρέπει να έχουμε συνείδηση του γεγονότος, ότι ο χρόνος και διάθεση των αναγκαίων πόρων είναι σοβαρές προϋποθέσεις για την ευόδωση και την επιτυχία των όποιων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Νομίζω μάλιστα, ότι η παρούσα φάση του διαλόγου ενδείκνυται για τον εντοπισμό των θεμάτων και των σημείων εκείνων στα οποία μπορούμε να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο. Εκείνο που από την πλευρά μου θα ήθελα να συνεισφέρω στο διάλογο, είναι ορισμένες σκέψεις για την οργάνωση, τον ρόλο και την συμβολή των βιβλιοθηκών, τόσο στην εκπαιδευτική διαδικασία, όσο και στην παιδεία. Πιστεύω ότι το Υπουργείο Παιδείας μπορεί να αξιοποιήσει την εθνική βιβλιοθήκη ως τον πιο κατάλληλο μοχλό για την υλοποίηση μια ενιαίας, συντονισμένης και αποτελεσματικής πολιτικής για το σύνολο των βιβλιοθηκών της χώρας. Θεωρώ ότι, ως πολιτεία, ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε.
Τι είδους βιβλιοθήκες θέλουμε; Πόσες βιβλιοθήκες έχουν κλείσει; Πώς λειτουργούν αυτές που έχουν απομείνει; Επιτελούν το έργο για το οποία έχουν εγκριθεί; Γίνεται αξιολόγηση; Γιατί καταργήθηκε ο οργανισμός παιδικών και εφηβικών βιβλιοθηκών; Υπάρχει τρόπος να βελτιωθεί η σημερινή κατάσταση; Ποια είναι η πολιτική μας;
Οι βιβλιοθήκες γενικά, περιλαμβανομένων και των δημοτικών βιβλιοθηκών, αποτελούν σπουδαία πτυχή του πολιτισμού και της παιδείας μας. Το απαράδεκτο θέαμα κλειστών ή υπολειτουργούντων βιβλιοθηκών, εξαιτίας έλλειψης προσωπικού και χρηματοδότησης, συνιστά ένα σοβαρό έλλειμμα στο μορφωτικό ισοζύγιο της πατρίδας μας.
Μακροπρόθεσμα, θα μπορούσε να αποδειχθεί μεγαλύτερο και από το δημοσιονομικό έλλειμμα. Είναι επείγουσα ανάγκη να σκύψουμε σοβαρά επάνω σε αυτό το ζήτημα, έτσι ώστε η πολιτεία, η Κυβέρνηση και το σύνολο των Κομμάτων, να αναδείξουν την ευαισθησία και το ειλικρινές ενδιαφέρον τους, σε έναν τομέα με άμεση και προφανή σύνδεση με τη διαδικασία μάθησης και μόρφωσης της Ελληνίδας και του Έλληνα, του μαθητή, του σπουδαστή, του φοιτητή, αλλά και κάθε σκεπτόμενου και ενδιαφερόμενου πολίτη.
Κατά τη γνώμη μου, απαιτείται ένας ευρύτατος και ειλικρινής διάλογος, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο πολιτικής για τις βιβλιοθήκες. Γιατί όχι, ο διάλογος αυτός, μπορεί να διεξαχθεί ενόψει του εθνικού διαλόγου για την παιδεία.
Θα καταθέσω τις θέσεις μου και τις σκέψεις μου στο Προεδρείο και ελπίζω να βοηθήσουν. Επιτρέψτε μου να κλείσω, κύριοι συνάδελφοι, δανειζόμενη τα λόγια του Κομφούκιου. Με τη δύναμη της βούλησης ο άνθρωπος αλλάζει τον εαυτό του. Με τη δύναμη της αγάπης, ο άνθρωπος αλλάζει τους άλλους. Με τη δύναμη της σκέψης, ο άνθρωπος αλλάζει τον κόσμο.