Συνέχιση της επεξεργασίας και εξέτασης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων: Ρυθμίσεις για την Έρευνα και άλλες διατάξεις
26 Απριλίου 2016
Η κυρία Χρυσούλα Κατσαβριά - Σιωροπούλου, βουλευτής Καρδίτσας του ΣΥΡΙΖΑ, τοποθετήθηκε στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων υπό την προεδρία του κ. Δημητρίου Σεβαστάκη, με θέμα ημερήσιας διάταξης την συνέχιση της επεξεργασίας και εξέτασης του σχεδίου νόμου του Υπ. Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων: "Συνέχιση της επεξεργασίας και εξέτασης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων: Ρυθμίσεις για την Έρευνα και άλλες διατάξεις."
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι το συζητούμενο σχέδιο νόμου διευθετεί και επιλύει προβλήματα και εκκρεμότητες της έρευνας και της εκπαίδευσης, που προέρχονται από τους μνημονιακούς νόμους, από το 2010 μέχρι και το 2014. Η προσεκτική μελέτη του συνόλου των θεμάτων και των αντίστοιχων άρθρων αναδεικνύει δύο σημαντικά ζητήματα. Το πρώτο είναι η επιπόλαιη, βιαστική και αναποτελεσματική νομοθέτηση των προηγούμενων κυβερνήσεων, της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Το δεύτερο, κατά αντιδιαστολή, είναι η υπεύθυνη προσέγγιση των προβλημάτων από τη σημερινή κυβέρνηση, μια προσέγγιση από την οποία προκύπτει, με σαφήνεια, η στέρεη πολιτική βούληση για την αποκατάσταση και την αναβάθμιση της έρευνας και της εκπαίδευσης, ως βασικούς πυλώνες της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Ως προς την έρευνα, έχουμε τα εξής δεδομένα. Πρώτον, εκπληκτικές προσπάθειες και αξιόλογα αποτελέσματα από Έλληνες επιστήμονες και ερευνητές, με τα ελάχιστα δυνατά μέσα. Είναι ο λόγος, για τον οποίο οφείλουμε, όχι μόνο το σεβασμό και την εμπιστοσύνη μας, αλλά και την αμέριστη υποστήριξή μας. Δεύτερον, εξαιρετικά χαμηλή χρηματοδότηση, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε ποσοστό επί του Α.Ε.Π., διαχρονικά και ακόμη χειρότερα, στα χρόνια της κρίσης. Τρίτον, απίστευτη θεσμική υστέρηση, η οποία επιδεινώνει τα προβλήματα χρηματοδότησης, βραχυκυκλώνει τις δημιουργικές προσπάθειες, απογοητεύει το ερευνητικό και ακαδημαϊκό δυναμικό, οδηγώντας το σε ακαδημαϊκή εξορία ή αδράνεια και αποστερεί από τη χώρα πολύτιμες δυνατότητες, τις οποίες καρπώνονται άλλες κοινωνίες και οικονομίες.
Αυτή τη δραματική εικόνα, φιλοτέχνησαν, με κόπο, ομολογώ, οι επαΐοντες και ικανοί μεταρρυθμιστές των κυβερνήσεων του παλιού πολιτικού συστήματος. Συχνά, το εργαλείο τους ήταν η φωτογραφική μηχανή και όχι οι ανάγκες της χώρας, καθώς με αυτήν φωτογράφιζαν την εύνοια των ημετέρων και τον πλουτισμό των προγραμματάκηδων. Δυστυχώς, αρκετοί πόροι των κοινοτικών προγραμμάτων κατανέμονταν αδιαφανώς. Απώτερος σκοπός τους μάλλον, ήταν η καλλιέργεια του εδάφους για την κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και την παράδοση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στα χέρια των ιδιωτών. Η νέα δομή και οργάνωση της έρευνας, που επιχειρείται, αποτελεί πολύ σημαντική δυνατότητα στα χέρια του ερευνητικού και επιστημονικού προσωπικού της πατρίδας μας και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για το πέρασμα σε ένα νέο μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, με βασικό μοχλό την τεχνολογική ανάπτυξη και την καινοτομία, που μπορεί να παραχθεί εγχωρίως. Η Ανώτατη Εκπαίδευση, ασφαλώς, δεν έχει κακοπάθει λιγότερο: Από την πολυδιασπορά, με όρους πελατειακούς, μέχρι τη βίαιη και από τα πάνω κατάργηση τμημάτων και ιδρυμάτων του σχεδίου «Αθηνά». Από τους ερασιτεχνισμούς των συμβουλίων διοίκησης μέχρι την απροσχημάτιστη προσπάθεια αυταρχικής παρέμβασης στην ακαδημαϊκή ζωή, από την άγρια περικοπή κατά 70% της χρηματοδότησης σε σχέση με το 2009 μέχρι το «ευλογημένο P.S.I.», το μεγάλο καμάρι των κυρίων Βενιζέλου και Σαμαρά, που κούρεψαν τα αποθεματικά και των Α.Ε.Ι. και μαζί το μέλλον της νέας γενιάς. Ο δρόμος είναι πολύ μακρύς.
Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και σκληρή προσπάθεια σοσιαλοφιλελεύθερης και νεοφιλελεύθερης αποδόμησης. Όμως, τα πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι. αντέχουν και θα αντέξουν, γιατί το θέλει η ακαδημαϊκή κοινότητα, τα μέλη ΔΕΠ, οι φοιτητές και οι σπουδαστές, γιατί τα έχει ανάγκη η κοινωνία και η οικονομία, γιατί μπορούν να αποτελέσουν, ίσως, το πιο ελπιδοφόρο ανταγωνιστικό και συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας.
Οι προτεινόμενες διοικητικές ρυθμίσεις αποτελούν, πράγματι, διορθωτικές κινήσεις στην κατεύθυνση μιας πιο ορθολογικής διοίκησης και πιο αποδοτικής λειτουργίας. Σε ό,τι αφορά την Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, οφείλει κανείς να επισημάνει ότι οι συνέπειες της κρίσης είναι και εδώ εμφανείς. Αντανακλούν κυρίως την έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού. Εκτός από τη ρύθμιση πληθώρας διοικητικών θεμάτων, ξεχωρίζουν κατά τη άποψή μου, δύο πολύ καίρια σημεία. Το ένα σημείο αφορά τη δυνατότητα μετακίνησης και αξιοποίησης δασκάλων και κυρίως καθηγητών σε σχολεία και ΙΕΚ, με ανάγκες και ελλείψεις. Το δεύτερο σημείο είναι η προσπάθεια του Υπουργείου Παιδείας να προετοιμαστεί, έγκαιρα, το νέο σχολικό έτος 2016 – 2017, ρυθμίζοντας και τα θέματα συνταξιοδότησης και τα θέματα καθορισμού αναγκών σε διδακτικό προσωπικό.
Σε ό,τι αφορά τα θέματα της πρόσληψης των αναπληρωτών λειτουργών μέσης εκπαίδευσης, ορθά ο Υπουργός, μετά την έντονη συζήτηση των προηγούμενων ημερών και τη στρέβλωση της πραγματικότητας, αποφάσισε να μην κατατεθεί στο παρόν νομοσχέδιο σχετική τροπολογία και η δέσμευσή του να μπει σε διαβούλευση ένα δίκαιο και μόνιμο σύστημα διορισμού στην εκπαίδευση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σαφώς οι κυβερνητικές προθέσεις εκδηλώνονται, με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, σε ένα πρώτο βήμα. Θα πάρουμε, όμως, καθαρή, ουσιαστική μορφή και περιεχόμενο, στο πλαίσιο του εθνικού και κοινωνικού διαλόγου για την παιδεία, που βρίσκεται, σε εξέλιξη. Ο διάλογος αυτός ελπίζω ότι θα προσδιορίσει το πλαίσιο διεκδίκησης για μια παιδεία ανοικτή, δημοκρατική, δημιουργική και παραγωγική. Ελπίζω ότι θα φωτίσει ένα αισιόδοξο μέλλον για τη νέα γενιά της πατρίδας μας.