Το βαμβάκι , «χρυσός» και για το μέλλον
22 Φεβρουαρίου 2017
Άρθρο για το βαμβάκι, της κ. Χρυσούλας Κατσαβριά - Σιωροπούλου, βουλευτή Καρδίτσας του ΣΥΡΙΖΑ.
Το βαμβάκι , «χρυσός» και για το μέλλον
Με συνεργατική αντίληψη και διεκδικήσεις αναπτυξιακού προσανατολισμού
Η εύφορη Θεσσαλική γή έγινε γνωστή για το «χρυσό» της προϊόν, το βαμβάκι. Είναι το προϊόν εκείνο που μεγάλωσε γενιές και γενιές συμπατριωτών μας. Δημιούργησε πλούτο και πολιτισμό. Στήριξε καριέρες και επαγγέλματα. Έδωσε τον τόνο και στους άλλους τομείς της αγροτικής παραγωγής. Προκάλεσε κοινωνικές συγκρούσεις. Ανέδειξε πρωτοπόρους συνεταιριστές και πολιτικούς.
Στις μέρες μας, η καλλιέργειά του βαμβακιού έχει καταλάβει το 13% της συνολικά καλλιεργούμενης γης της χώρας μας. Στο Νομό Καρδίτσας καταλαμβάνει πάνω από το 40% της συνολικά αρδευόμενης έκτασης. Εξασφαλίζει βασική απασχόληση και γεωργικό εισόδημα σε πολλές αγροτικές αλλά και αστικές οικογένειες, οι οποίες παρέχουν εργασία στα διάφορα στάδια της παραγωγικής και μεταποιητικής βιομηχανίας του βαμβακιού, όπως διακίνηση, εμπόριο, βαμβακοβιομηχανία, σπορελαιουργία. Επιπλέον, σε σχέση με άλλες περιοχές της Ελλάδας, συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό εκκοκκιστηρίων (οκτώ εκκοκκιστήρια και πλέον). Οι συνολικές ετήσιες εισροές από την καλλιέργεια βαμβακιού ανέρχονται σε περίπου 1 δις (επιδοτήσεις, προγράμματα, εξαγωγές κτλ) ενώ κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης έχει λάβει την 5η θέση σε αξία εξαγωγών, (μεγαλύτερες των 400 εκ. ευρώ).
Παρόλα αυτά, διαχρονικές αδυναμίες εμποδίζουν την απελευθέρωση της δυναμικής της βαβακοκαλλιέργειας. Ο μικρός κλήρος και η κακή οργάνωση της παραγωγής. Το υψηλό κόστος παραγωγής και η διαφοροποίησή του από περιοχή σε περιοχή. Η σπατάλη νερού και ενέργειας και η ανορθολογική τους διαχείριση. Η κυριαρχία των μεσαζόντων και η απουσία ισχυρών μεταποιητικών μονάδων. Η αποσπασματική πολιτική των τοπικών φορέων, της Περιφέρειας και της κεντρικής διοίκησης.
Το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα που σήμερα θεμελιώνουμε προϋποθέτει μια ισχυρή αγροτική οικονομία. Σε αυτή την κατεύθυνση απαιτείται η στήριξη των βασικών καλλιεργειών, όπως είναι η βαμβακοκαλλιέργεια. Αυτό κάνει επιτακτική την ανάγκη αντιμετώπισης των προβλημάτων που παραθέσαμε καθώς και την αξιοποίηση των ευκαιριών που υπάρχουν.
Είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο οι ομάδες παραγωγών, οι συνεταιρισμοί και οι συλλογικές πρωτοβουλίες των αγροτών, να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Υπάρχει πλέον το θεσμικό πλαίσιο και η Υπουργική Απόφαση του κ. Βαγγέλη Αποστόλου – υπεγράφη την προηγούμενη εβδομάδα - που λύνει τα χέρια των αγροτών, προκειμένου να οργανώσουν αποτελεσματικά την παραγωγή τους.
Η μείωση του κόστους παραγωγής μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί μέσα από γενναίες επενδύσεις σε αρδευτικά έργα και υδροηλεκτρικά φράγματα. Τα 3,5 εκατ. € για τη μελέτη ολοκλήρωσης του αρδευτικού του Σμοκόβου και τα 12 εκατ.€ για την υπογειοποίηση του αρδευτικού δικτύου του Ταυρωπού που εξήγγειλε ο Υπουργός Υποδομών κ. Χρήστος Σπίρτζης στη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στην Καρδίτσα, δημιουργούν μια εύλογη αισιοδοξία στους παραγωγούς του Νομού. Οι προσδοκίες αυτές αυξάνουν καθώς που αναμένεται να διατεθούν 4 εκατ. € περίπου από το ΠΑΑ και να εξειδικευτούν στο ΠΕΠ Θεσσαλίας για την ενοποίηση των δικτύων από γεωτρήσεις. Σημαντικός παράγοντας είναι επίσης και η θεσμική παρέμβαση για την υιοθέτηση ενιαίων φορέων και κανόνων διαχείρισης του αρδευτικού νερού. Είναι απαράδεκτο το κόστος του αρδευτικού νερού να κυμαίνεται από 7 έως και 60 € ανά στρέμμα στον ίδιο νομό, ακόμα και στην ίδια περιοχή, μόνο και μόνο επειδή τυχαίνει μια έκταση να έχει μια συγκεκριμένη γεωγραφική θέση. Αναμένουμε τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης στον τομέα αυτό, παράλληλα με την αναδιοργάνωση των σημερινών ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ. Τώρα πια δεν είμαστε αντιμέτωποι με την έλλειψη πολιτικής βούλησης και αποφάσεων αλλά με τον χρόνο που απαιτείται για την υλοποίηση των έργων αυτών και την ψήφιση των απαραίτητων ρυθμίσεων.
Η ποιότητα του βαμβακιού είναι ο δεύτερος κρίσιμος όρος, μετά τη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής. Και τα δυο αυτά μαζί συνδέονται τόσο με τη βιωσιμότητα της βαμβακοκαλλιέργειας, όσο και – κυρίως – με την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος και της τελικής του τιμής, που διαμορφώνει και το εισόδημα του παραγωγού.
Η εκπαίδευση και η επιστημονική έρευνα είτε στο Πανεπιστήμιο και το ΑΤΕΙ είτε σε Ερευνητικά Κέντρα, όπως το Εθνικό Κέντρο Βάμβακος, μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην παραγωγή και επιλογή των κατάλληλων ποικιλιών, στην αύξηση της παραγωγής βάμβακος και στη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος. Είναι αναγκαία η εφαρμογή αναπτυξιακών έργων και προγραμμάτων που προωθούν τη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος, μέσα από τη σύμπραξη του Εθνικού Κέντρου Βάμβακος, της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος και της συνεργασίας τους με την Πανελλήνια Ένωση Εκκοκκιστών Εξαγωγέων και Εμπόρων Βάμβακος.
Μια τέτοια προσέγγιση περιγράφει, επί της ουσίας, τα βασικά στοιχεία ενός Εθνικού Σχεδίου για το βαμβάκι και μια στρατηγική για τη στήριξη της βαμβακοκαλλιέργειας. Πρόκειται για την πολιτική που εφαρμόζεται βήμα – βήμα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα θεσμικά, αναπτυξιακά και χρηματοδοτικά εργαλεία. Οι ενισχύσεις από την Ε.Ε., το ΠΑΑ της περιόδου 2014-2020, το ΠΔΕ του κρατικού προϋπολογισμού αλλά και το ΕΣΠΑ μαζί με τον νέο αναπτυξιακό νόμο δημιουργούν τις καλλίτερες συνθήκες για την επιδίωξη μιας βιώσιμης και δίκαιης αγροτικής ανάπτυξης.
Μπορούμε να προσβλέπουμε με σιγουριά σε μεγαλύτερη και ποιοτικότερη παραγωγή, σε αύξηση απασχόλησης και σε υψηλότερο εισόδημα για τον βαμβακοκαλλιεργητή. Η δε ενίσχυση του εξαγωγικού μας προσανατολισμού είναι βέβαιο ότι θα συμβάλει τόσο στη βελτίωση Εμπορικού Ισοζυγίου όσο και στην αύξηση του ΑΕΠ. Όμως, με δυο ουσιαστικές προϋποθέσεις. Η συλλογική και συνεργατική αντίληψη των αγροτών να μετατραπεί σε δημιουργική πρωτοβουλία στο ίδιο το πεδίο της παραγωγής. Και το διεκδικητικό πλαίσιο των αγροτικών κινητοποιήσεων να ξεφύγει από τα συνήθη - και αμυντικού χαρακτήρα - αιτήματα και να συμπεριλάβει διεκδικήσεις αναπτυξιακού προσανατολισμού.