Γνωριμία με τη Περιφερειακή Ενότητα Καρδίτσας
Γενικά Στοιχεία
Η Περιφερειακή Ενότητα Καρδίτσας είναι η μικρότερη των τεσσάρων της Περιφέρειας Θεσσαλίας με κύριο χαρακτηριστικό την ομορφιά της αντίθεσης μεταξύ ορεινού και πεδινού όγκου. Έχει πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη, καταλαμβάνει το νοτιοδυτικό τμήμα της Θεσσαλίας και αποτελεί ενιαία διοικητική ενότητα. Ο νομός Καρδίτσας βρίσκεται στο κέντρο όχι μόνο του νομού, αλλά και της Ελλάδας, απ’ όπου και η πιθανή προέλευση του ονόματος της. Πιο συγκεκριμένα η Καρδίτσα είναι χτισμένη σε απόσταση 10 περίπου χιλιομέτρων από τις υπώρειες των διακλαδώσεων της Πίνδου και έχει υψόμετρο 110 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Σύμφωνα με την απογραφή της Ε.Σ.Υ.Ε. του 2011 ο νομός Καρδίτσας έχει 113.544 μόνιμους κατοίκους (από 120.265 κατοίκους το 2001). Η συνολική έκταση του νομού ανέρχεται σε 2.636 χλμ2 που αντιστοιχούν σε 18,8% της συνολικής έκτασης της Θεσσαλίας και στο 2% περίπου της συνολικής έκτασης της χώρας.
Συνορεύει στο βορρά με τους νομούς Τρικάλων και Λαρίσης, ανατολικά με τους νομούς Φθιώτιδας και Ευρυτανίας και δυτικά με τους νομούς Αιτωλοακαρνανίας και Άρτας. Σε άμεση όμως εξάρτηση βρίσκεται μόνο με τους νομούς Τρικάλων, Λαρίσης και Φθιώτιδας, μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται καλό οδικό δίκτυο.
Ο ορεινός όγκος, ο ημιορεινός και ο πεδινός καταλαμβάνουν το 42%, το 9% και 49% αντίστοιχα. Η ορεινή περιοχή καλύπτεται από πλούσια χλωρίδα, όπου κυριαρχούν δάση δρυός, ελάτης, θαμνότοποι, βοσκότοποι κ.λπ. και σε συνδυασμό με την υπάρχουσα πανίδα αποτελούν ένα φυσικό περιβάλλον ιδιαίτερου κάλλους. Χαρακτηριστικό μορφολογικό γνώρισμα του νομού είναι η αντίθεση μεταξύ του ορεινού δυτικού και νοτίου τμήματος και του πεδινού βορείου και ανατολικού, που αποτελεί τμήμα της μεγάλης πεδιάδας των Τρικάλων.
Το ορεινό τμήμα καταλαμβάνεται από τις υψηλές οροσειρές της νοτίου Πίνδου και των Αγράφων που κατέρχονται από τον νομό Τρικάλων και συνεχίζουν νότια στον νομό Ευρυτανίας, με τα χαρακτηριστικά ΒΒΔ - ΝΝΑ διεύθυνση. Οι οροσειρές αυτές σχηματίζουν τρεις παράλληλες δέσμες, ηψηλότερες κορυφές των οποίων είναι η Καράβα (2.184 μ.), το Ντελιδίρι (2.163 μ.), το Βουτσικάκι (2.154 μ.), η Καζάρμα (1.971 μ.), το Γαλάτσι (1.894 μ.), η Καραβούλα (1.862 μ.), η Τσούκα (1.705 μ.), η Βουλγάρα (1.654 μ.), ο Ιταμός (1.490 μ.) και το Καπροβούνι (1.447 μ.).
Μεταξύ των παραλλήλων οροσειρών του δυτικού ορεινού τμήματος σχηματίζονται στενές κοιλάδες. Οι κοιλάδες με τους κυριότερους ποταμούς που αναπτύσσονται μέσα σε αυτές είναι:
-
Στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού αναπτύσσεται η κοιλάδα του Παμισσού με διεύθυνση βορειανατολική. Ο ποταμός Πάμισσος στην συνέχεια καταλήγει στον Πηνειό ποταμό.
-
Στο νοτιοδυτικό τμήμα αναπτύσσεται η κοιλάδα του Πλατανιά, ο οποίος είναι παραπόταμος του Αχελώου.
-
Στο κεντρικό τμήμα του νομού αναπτύσσονται οι ποταμοί Καράμπαλη και Καλέντζη και αφού διασχίσουν την πεδιάδα της Καρδίτσας καταλήγουν στον Πηνειό ποταμό.
-
Στο νότιο τμήμα του νομού αναπτύσσεται η κοιλάδα του ποταμού Σμοκοβίτη, βορειοανατολικής διεύθυνσης. Ο ποταμός Σμοκοβίτης συνεχίζει με την ονομασία Ονόχονος ή Σοφαδίτης και καταλήγει επίσης στον Πηνειό ποταμό.
-
Στο ανατολικό άκρο του νομού αναπτύσσεται ο ποταμός Ενιππέας και έχει βορειοδυτική διεύθυνση. Καταλήγει και αυτός στον Πηνειό ποταμό.
-
Τέλος αναφέρονται ιδιαίτερα λόγω της σημασίας τους και δύο παραπόταμοι, ο Παπαράντζας και ο Λείψιμος. Ο πρώτος εκβάλλει στον ποταμό Καράμπαλη και ο δεύτερος στον Καλέντζη.
Στο νομό Καρδίτσας είναι ισχυρό το υδατικό δυναμικό με την εμφάνιση των μεγάλων ποταμών και μεγάλου ύψους κατακρημνισμάτων. Στον ποταμό Ταυρωπό και Μέγδοβα και ανάμεσα στα όρη Ιταμός και Βουτσικάκι έχει κατασκευαστεί φράγμα, του οποίου σχηματίζεται τεχνητή λίμνη (Νικολάου Πλαστήρα) με την δέσμευση των νερών, τα οποία διοχετεύονται πρώτα στον υδροηλεκτρικό σταθμό για παραγωγή ενέργειας και ύστερα στην πεδιάδα της Καρδίτσας την οποία αρδεύουν. Δεύτερο και εξίσου σημαντικό είναι και το φράγμα της λίμνης Σμοκόβου που αρδεύει το νότιο τμήμα του νομού.
Η Καρδίτσα είναι τόπος με αντιθέσεις και απαράμιλλη ομορφιά, με τον ορεινό όγκο των Αγράφων στα δυτικά και τον θεσσαλικό κάμπο στα ανατολικά. Η θέση της περιοχής στην καρδιά της Ελλάδας την έκανε σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών που άφησαν σημάδια ορατά ακόμη και σήμερα. Υπάρχουν πάρα πολλά αρχαία μνημεία. Τα περισσότερα δυστυχώς είναι μη επισκέψιμα ενώ τα ευρήματα της περιοχής βρίσκονται στο μουσείο του Βόλου. Τα θρησκευτικά μνημεία, μοναστήρια και εκκλησίες είναι πάρα πολλά και ενδιαφέροντα. Θα τα συναντήστε σε κάθε σας διαδρομή και αποτελούν κομμάτια της ζωντανής ιστορίας του τόπου.
Το νοτιοδυτικό τμήμα του νομού που καταλαμβάνεται από την οροσειρά της Πίνδου και των Αγράφων αποτελούν ένα συνεχές και γοητευτικό κάλεσμα αυθεντικής φύσης και ήρεμης απόλαυσης των διακοπών, μέσα σ' ένα περιβάλλον πλούσιας βλάστησης με δάση από βελανιδιές, καστανιές και πλατάνια και άφθονων νερών. Βορειοανατολικά απλώνεται ατέλειωτος και μακρύς ο θεσσαλικός κάμπος με τα σπαρμένα χωράφια και τους παραποτάμους του Πηνειού να τον διασχίσουν.
Η γεωγραφική θέση της περιοχής από πολύ νωρίς αποτέλεσε το πέρασμα, σημείο συνάντησης, συναλλαγών και επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών λαών και ομάδων και συνεπώς συντέλεσε στον εμπλουτισμό των επιμέρους πολιτισμικών στοιχείων και χαρακτηριστικών. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι τα παλαιότερα ευρήματα τοποθετούνται στην πρώιμη νεολιθική εποχή και ο νεολιθικός του τόπου χωρίς να είναι λαμπρός παραμένει όμως ενδιαφέρων και από τους πρωιμότερους της Ευρώπης. Πολλά πέρασε η περιοχή κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου και γνώρισε αλλεπάλληλες εισβολές (Σλάβοι, Βλάχοι, Καταλανοί). Το βυζαντινό κάστρο του Φαναρίου επιβάλλεται στους επισκέπτες τόσο της θέσης του, όσο και εξ' αιτίας της κατασκευής του. Λιγοστά τα βυζαντινά μνημεία, αλλά ευτυχώς διατηρήθηκαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια.
Τελευταία Νέα
Πρόσβαση
Ο νομός είναι εύκολα προσβάσιμος από τους όμορους νομούς. Το οδικό δίκτυο είναι σε πολύ καλή κατάσταση και προσφέρει μία άνετη επικοινωνία μεταξύ πόλεων - κωμοπόλεων και κοινοτήτων. Προσιτός απ' όλους τους όμορους νομούς ο νομός Καρδίτσας προσφέρει πολυάριθμες και εξίσου ενδιαφέρουσες επιλογές εισόδου, όποια και αν είναι η διαδρομή σας. Το οδικό δίκτυο προσφέρει εύκολη πρόσβαση στην Καρδίτσα, είτε η πρόσβαση γίνεται από τη Θεσσαλονίκη και το νομό Λάρισας (διαμέσου Παλαμά ή Ιτέας κατευθείαν προς την Καρδίτσα) είτε από την Αθήνα και το νομό Φθιώτιδας (διαμέσου Σοφάδων).
Από τα Τρίκαλα μπορείτε να προχωρήσετε κατευθείαν προς την Καρδίτσα ή μπορείτε να διασχίσετε την οροσειρά και διαμέσου Πύλης να περάσετε στο Μουζάκι και από εκεί να επιλέξετε τη συνέχεια του ταξιδιού σας. Από το νομό Μαγνησίας και το Βόλο εισέρχεστε στο νομό Καρδίτσας αφού περάσετε από τα Φάρσαλα. Από την Ευρυτανία και το Καρπενήσι, διαμέσου Φουρνά, διασχίζοντας την οροσειρά των Αγράφων φτάνετε στη Ρεντίνα και εισέρχεστε στο νομό Καρδίτσας. Αλλά και αν έρχεστε από το νομό Άρτας η γοητεία μιας εμπειρίας όπως εκείνης που καταλήγει στο Μουζάκι, γνωρίζοντας έτσι από πρώτο χέρι την Αργιθέα Αγράφων, θα σας αποζημιώσει για κάποια προβλήματα βατότητας του δρόμου (χωματόδρομος).
Διοίκηση – Οικονομία
Ο νομός σύμφωνα με την τελευταία απογραφή (2011) έχει 113.544 μόνιμους κατοίκους. Διοικητικά και βάσει του νέου Καλλικράτη διαιρείται σε 6 δήμους.
Ο πληθυσμός του νομού παρουσιάζει τον μεγαλύτερο δείκτη γήρανσης και εξάρτησης στη Θεσσαλία, άρα ο νομός συγκεντρώνει πληθυσμό κυρίως των μεγαλύτερων ηλικιών. Το μορφωτικό επίπεδο ενώ είναι ανερχόμενο (στις σχολικές βαθμίδες), και παρά την ελαφρά άνοδο του ΑΕΠ, δεν έχει ακόμη καταφέρει να εξασφαλίσει ένα πλαίσιο σταθερής και μόνιμης εργασίας στη νεολαία. Παρατηρείται η υψηλότερη ανεργία στη Θεσσαλία (~13%), κυρίως νέοι με γνώσεις γυμνασίου-λυκείου.
Ο εξέχων τομέας της παραγωγής είναι ο πρωτογενής. Κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία και διατηρεί τα πρωτεία στην οικονομία του νομού. Τα μεγέθη του αγροτικού κλήρου είναι υπολογίσιμα. Οι καλλιέργειες κατά το 94% είναι ετήσιες, και οι αρδευόμενες εκτάσεις μεγάλες. Περισσότερα από 1.100.800 στρέμματα είναι γεωργικές εκτάσεις όπου το βαμβάκι κυριαρχεί ως καλλιέργεια, ακολουθεί ο καπνός, το καλαμπόκι, τα σιτηρά, η μηδική κ.α.. Εξέχουσα θέση στις καλλιέργειες κατέχει κι η αμπελουργία με την παραγωγή εξαιρετικού επιτραπέζιου σταφυλιού. Στα ορεινά του νομού παράγεται το εξαιρετικής ποιότητας κρασί Μαύρο Μεσενικόλα ανώτερης ποιότητας. Η κτηνοτροφία εξακολουθεί να γίνεται κυρίως με τις παραδοσιακές μεθόδους ιδιαίτερα στα ορεινά του νομού με κοπάδια από πρόβατα και κατσίκια.
Ο δευτερογενής τομέας είναι κυρίως προσανατολισμένος στις κατασκευές (μεταλλικές), ξύλο-έπιπλο, τρόφιμα-ποτά, και στα εκκοκκιστήρια και αλευροβιομηχανίες. Υπάρχουν πολλές, μικρές οικογενειακές βιοτεχνίες και η καινοτομικότητα είναι χαμηλή. Η βιομηχανική περιοχή παραμένει ανεκμετάλλευτη, αλλά η δημογραφία επιχειρήσεων είναι θετική.
Ο τριτογενής τομέας κατά το 2001 παρήγαγε το 61% του ΑΕΠ του νομού, και είχε το 42% της απασχόλησης. Ο νομός έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια σημαντική τουριστική ανάπτυξη με αιχμή τις λίμνες Ν.Πλαστήρα, Σμοκόβου και Στεφανιάδας, τα ιαματικά λουτρά, τη μαγευτική Αργιθέα, τον Ίταμο και άλλες αξιόλογες περιοχές. Στο πλαίσιό του, ο τουρισμός (με ~126.000 διανυκτερεύσεις) μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανερχόμενος. Στο νομό επίσης φιλοξενούνται 1 τμήμα ΑΕΙ (ΠΘ), 3 τμήματα ΤΕΙ, η Σχολή Αστυφυλάκων, και ένα από τα ινστιτούτα του πολλά υποσχόμενου ΚΕΤΕΑΘ.
Μεγάλο πλεονέκτημα του νομού αποτελεί ο φυσικός του πλούτος (ορεινός όγκος, λίμνες, κλπ) που αποτελεί και την αιχμή της τουριστικής δραστηριότητας. Ο νομός έχει πολύ αξιόλογη πολιτιστική κληρονομιά, και σημαντική δραστηριότητα σε σχέση με το μέγεθος και τη θέση του.
Με βάση τα παραπάνω, από αναπτυξιακή άποψη στα δυνατά σημεία του νομού μπορούν να συμπεριληφθούν το ανερχόμενο μορφωτικό επίπεδο, το σημαντικό πολιτιστικό απόθεμα και ο φυσικός πλούτος, οι μεγάλες καλλιέργειες και ο ανερχόμενος τουρισμός, ενώ τα αδύνατα σημεία είναι η ανεργία της νεολαίας, η βιομηχανική επίδοση και καινοτομικότητα.
Φυσικό περιβάλλον
Το φυσικό περιβάλλον του νομού Καρδίτσας με χαρακτηριστικά τη γοητεία των αντιθέσεών του, τη συνύπαρξη ορεινού και πεδινού στοιχείου, την ομορφιά της ανακάλυψης τόπων απάτητων ακόμα και η διακριτική παρουσία της λίμνης Νικολάου Πλαστήρα τα τελευταία πενήντα χρόνια είναι η αιτία που η Καρδίτσα εξελίχθηκε σε έναν τουριστικό προορισμό πολλαπλών αποδράσεων και δράσεων μικρής ή μεγάλης διάρκειας, που εύκολα προσαρμόζονται στο διαθέσιμο χρόνο και τη διάθεση των επισκεπτών.
Η βλάστηση στα πεδινά του νομού ακολουθεί το τυπικό της χλωρίδας των χαμηλών υψομέτρων. Λεύκες και πλατάνια κυρίως κοντά στους ποταμούς και εποχιακή χαμηλή βλάστηση. Όσο όμως ανεβαίνουμε περισσότερο πάνω από το επίπεδο της θάλασσας το τοπίο αλλάζει. Στα υψόμετρα μεταξύ των 700μ. και 900μ. περίπου κυριαρχεί η ζώνη της πλατύφυλλης βελανιδιάς (Quercus Frainetto). Πρόκειται για πυκνά δάση βελανιδιάς, τα οποία όμως συμπίπτουν με τη ζώνη ανθρώπινων δραστηριοτήτων - οικισμοί, γεωργικές εκτάσεις, κτηνοτροφία, με αποτέλεσμα να υλοτομούνται συχνά. Παρ' όλα αυτά η ζώνη της βελανιδιάς αποτελεί ιδανικό βιότοπο για ένα σημαντικό αριθμό ζώων - πουλιά, χελώνες, φίδια, μικρά θηλαστικά (νυφίτσα, κουνάβι, αλεπού) λύκους κ.λπ. Στη ζώνη αυτή συναντιούνται δύο είδη ξυλοφάγων κολεόπτερων τα οποία προστατεύονται από την οδηγία 92/43 της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα Lucanus Servus και Kerambyx cerdo. Στα υψόμετρα μεταξύ των 900μ. και 1.500μ. περίπου, κυριαρχεί η ζώνη του ελάτου. Εδώ συναντούμε δύο είδη ελάτων: το Abies Cephalonica και το Abies Hybridogenus τα οποία κατά τόπους συνυπάρχουν και δύσκολα διαφοροποιούνται στο μάτι του επισκέπτη.
Πυκνά δάση ελάτου συναντώνται στα βόρεια του νομού. Γενικά σχηματίζει πυκνά και σκιερά δάση στη σκιά των οποίων ευδοκιμούν διάφορα σκιόφυτα όπως το γεράνι και το κυκλάμινο. Στο ελατοδάσος απουσιάζει η χαμηλή βλάστηση, δηλαδή οι θάμνοι και τα χαμηλότερα δένδρα, ενώ προς τα χαμηλότερα όρια εξάπλωσής του σχηματίζει μικτά δάση, έλατο - βελανιδιά ή βελανιδιά - έλατο ανάλογα με το κυρίαρχο σε αριθμό είδος. Η συνέχεια του ελατοδάσους διακόπτεται στα σημεία όπου η ύπαρξη ποταμών ή χειμάρρων ευνοεί την ανάπτυξη άλλων δένδρων όπως ο πλάτανος και στα ξέφωτα κυριαρχούν τα πτεριδόφυλλα (φτέρες).
Στην Πανίδα της περιοχής συνυπάρχουν πολλά μικρά θηλαστικά, μεταξύ των οποίων συναντούμε και τον δενδροπόντικα (μπλούχι στο τοπικό ιδίωμα) ενώ αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη της αγριόγατας, ο πληθυσμός της οποίας έχει μειωθεί σημαντικά στη χώρα μας. Πάνω από τα τελευταία όρια του δάσους των ελάτων (1.500μ. και άνω) συναντάμε αρκετά εκτεταμένες περιοχές με κύριο χαρακτηριστικό την απουσία δενδρώδους βλάστησης και την κυριαρχία λιβαδικής, τα γνωστά ψευδοαλπικά λιβάδια με χαρακτηριστικό τους να αντέχουν στις ακραίες καιρικές συνθήκες διαθέτοντας μικρά φύλλα για την εξοικονόμηση νερού και οργανώνοντας το φύλλωμα σε πυκνό σχηματισμό (φούντες) για να αντέχουν το ψύχος
Η δημιουργία της λίμνης Ν. Πλαστήρα από τα νερά του ποταμού Μέγδοβα που κατέκλυσε το οροπέδιο της Νεβρόπολης με την κατασκευή του φράγματος στα τέλη της δεκαετίας του 1950, επηρέασε τη χλωρίδα και την πανίδα της ευρύτερης περιοχής. Στη λίμνη ζουν γύρω στα δέκα είδη ψαριών από τα οποία άλλα προέρχονται από τα είδη που υπήρχαν στον ποταμό Μέγδοβα, ενώ κάποια άλλα προήλθαν από εμπλουτισμούς. Τα είδη ψαριών που συναντούνται είναι: Χέλι (Anguilla anguilla), Λαυράκι (Barbus albanicus) Γριβάδι (Cyprinus carpio) Πεταλούδα (Carassiuw auratus gibelio) Κορεγόνος (Coregonus lavaretus) Ασπρόψαρο (Leusiscus cephalus) Γλήνι (Tinca tinca) Πέστροφα και άγρια πέστροφα (Salmo gairdneri και Salmo truta)
Τέλος γύρω από τη λίμνη θα συναντήσουμε πουλιά όπως ο σταχτής ερωδιός, ο μικρός λευκός ερωδιός, ο πελαργός, ο ασημογλάρος, το γλαρόνι, κάποια βουτηχτάρια και λίγους κορμοράνους. Το προσεκτικό μάτι θα αναγνωρίσει στην περιοχή τον λευκοτσικνιά, το όρνιο, τον χρυσαετό και τον πετρίτη.